Η πρόοδος στη χειρουργική του πεπτικού συστήματος είναι εντυπωσιακή τα τελευταία χρόνια, οδηγώντας σε σημαντικές αλλαγές σε σχέση με τις πρακτικές του παρελθόντος. Περισσότερα από 200 χρόνια μετά την πρώτη επέμβαση παχέος εντέρου, που πραγματοποιήθηκε το 1823 στη Λυών της Γαλλίας, οι ασθενείς σήμερα έχουν πρόσβαση σε λύσεις που προσφέρουν πραγματική ελπίδα.
Οι κακοήθειες του εντέρου κατατάσσονται πλέον στη δεύτερη θέση σε θνησιμότητα και στην τρίτη σε συχνότητα εμφάνισης (περίπου 10% όλων των μορφών καρκίνου), μετά τον καρκίνο του πνεύμονα. Αυτό καθιστά απαραίτητη τη χρήση σύγχρονων χειρουργικών τεχνικών και καινοτόμων τεχνολογιών για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της νόσου.
Από τον ακρωτηριασμό στην ακρίβεια
Στο παρελθόν, η απουσία σύγχρονων εργαλείων και θεραπειών οδηγούσε σε επεμβάσεις ακρωτηριαστικού χαρακτήρα, συχνά ως προληπτικό μέτρο κατά της υποτροπής. Ο φόβος, η περιορισμένη κατανόηση της γενετικής και η έλλειψη εναλλακτικών θεραπειών, συντελούσαν σε επεμβάσεις μεγάλης έκτασης.
Σήμερα, ωστόσο, η χειρουργική έχει εξελιχθεί χάρη στις ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές, όπως η ρομποτική και η λαπαροσκοπική χειρουργική. Οι ασθενείς υποβάλλονται πλέον σε επεμβάσεις με ελάχιστο τραύμα, περιορισμένες επιπλοκές και στοχευμένη αφαίρεση μόνο του προσβεβλημένου τμήματος του εντέρου και των λεμφαδένων, με τη χρήση σύγχρονων εργαλείων όπως οι χρωστικές ICG.
Ο κ. Άρης Πλαστήρας, Χειρουργός Ογκολόγος Πεπτικού, Επιμελητής Α΄ στη Χειρουργική Ογκολογική Κλινική του Γενικού Αντικαρκινικού – Ογκολογικού Νοσοκομείου Αθηνών (Γ.Α.Ο.Ν.Α.) «Άγιος Σάββας» και στο Ιατρικό Κέντρο Ψυχικού, με προηγούμενη ακαδημαϊκή ιδιότητα ως τ. Διδάσκων στο King’s College London, επισημαίνει χαρακτηριστικά:
«Νεότερες Τεχνικές και Τεχνολογίες στη χειρουργική του παχέος εντέρου μειώνουν σημαντικά την πιθανότητα ένας ασθενής να καταλήξει με σακουλάκι κολοστομίας μετά από μεγάλες επεμβάσεις στο πεπτικό σωλήνα. Ασθενείς που δεν υποβάλλονται πλέον σε πολύωρα χειρουργεία, που σε 1-2 ημέρες παίρνουν εξιτήριο, επιστρέφουν στην εργασία τους σε λίγες ημέρες, χωρίς εκτεταμένες ουλές στο σώμα τους και σίγουρα χωρίς τον κίνδυνο των μελλοντικών μεγχειρητικών κηλών από τις τομές».
Και συνεχίζει:
«Όλα αυτά συνθέτουν μια ελπιδοφόρα πραγματικότητα που πρέπει να γνωρίζουν οι ασθενείς με σοβαρά προβλήματα του πεπτικού τους συστήματος και να μην εκφράζουν άρνηση, ακόμη και σε ένα ραντεβού στο χειρουργικό ιατρείο, ώστε να ενημερωθούν για το πρόβλημά τους και την πληθώρα νέων θεραπειών που είναι πλέον διαθέσιμες. Οι χειρουργοί που γνωρίζουν καλά το αντικείμενο τους, δεν προτείνουν πάντα το χειρουργείο σα μόνη λύση, αλλά εξατομικεύουν τη θεραπεία ανάλογα τον ασθενή και το εν λόγω πρόβλημα (tailor-made surgery)».
Σταθερές ανησυχίες, νέες απαντήσεις
Οι ερωτήσεις που απασχολούν τους ασθενείς που διαγιγνώσκονται με κακοήθεια του εντέρου παραμένουν διαχρονικές:
– Υπάρχει πιθανότητα επιβίωσης;
– Πόσο θα επηρεαστεί η ποιότητα ζωής μου;
– Αξίζει να υποβληθώ σε μεγάλες θεραπείες, όπως χημειοθεραπεία, ακτινοβολία και εκτεταμένο χειρουργείο;
Η σύγχρονη προσέγγιση στηρίζεται σε πολυπαραγοντική και διεπιστημονική αξιολόγηση μέσα από τη λειτουργία ογκολογικών συμβουλίων, στα οποία συμμετέχουν γιατροί διαφόρων ειδικοτήτων. Σκοπός είναι η ολιστική και εξατομικευμένη στρατηγική θεραπείας, πάντα προς όφελος του ασθενούς.
Τι πρέπει να γνωρίζει ο ασθενής πριν την έναρξη της θεραπείας
Ο κ. Πλαστήρας τονίζει ότι κάθε ασθενής, πριν συμφωνήσει να ξεκινήσει θεραπεία, πρέπει να γνωρίζει συγκεκριμένα σημεία:
-
Αναλυτικό ιατρικό ιστορικό
Η ύπαρξη κληρονομικού ιστορικού κακοηθειών, καθώς και άλλων προβλημάτων υγείας, επηρεάζει την εκτίμηση του κινδύνου και των ωφελειών από τη θεραπεία. Η προχωρημένη ηλικία από μόνη της δεν αποτελεί αντένδειξη για χειρουργείο, ενώ οι ισχυρές χημειοθεραπείες συχνά είναι πιο επιβαρυντικές.
-
Ακριβής σταδιοποίηση
Πριν από κάθε χειρουργείο, πρέπει να προηγείται εκτενής διαγνωστικός έλεγχος, όπως αξονικές και μαγνητικές τομογραφίες, καθώς και γενετικός έλεγχος του όγκου (MSI, BRAF, KRAS-NRAS, HER-2, DYPD). Ο σχεδιασμός της θεραπείας πρέπει να γίνεται με ψυχραιμία και όχι υπό πίεση, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων (π.χ. αποφρακτικός όγκος).
-
Ενδείξεις για ανοσοθεραπεία
Περίπου 15% των ασθενών είναι κατάλληλοι για ανοσοθεραπεία από την αρχή – κυρίως σε όγκους του κατώτερου εντέρου. Η θεραπεία αυτή προσφέρει υψηλή αποτελεσματικότητα με ελάχιστες παρενέργειες.
-
Πρωτόκολλο “watch & wait”
Σε ορισμένους ασθενείς που ανταποκρίνονται πλήρως σε επικουρικές θεραπείες, είναι δυνατή η ένταξη σε πρωτόκολλα στενής παρακολούθησης, αποφεύγοντας την άμεση χειρουργική επέμβαση, με αντίστοιχα ποσοστά επιβίωσης.
-
Αποφυγή μόνιμης κολοστομίας
Η ύπαρξη παρά φύσιν έδρας αποτελεί σημαντική ανησυχία. Με την αξιοποίηση της ρομποτικής και λαπαροσκοπικής χειρουργικής, σε συνδυασμό με εξειδικευμένη απεικόνιση, προστατεύονται κρίσιμες ανατομικές δομές (αγγεία, νεύρα, σφιγκτήρες). Έτσι, ακόμα και ασθενείς με όγκους πολύ κοντά στον πρωκτό μπορούν να αποφύγουν τη μόνιμη κολοστομία.
Το μέλλον της χειρουργικής είναι εξατομικευμένο και αισιόδοξο
«Με τον κατάλληλο συνδυασμό απεικόνισης, γενετικής, προηγμένης χειρουργικής και στοχευμένων θεραπειών, οι ασθενείς στις μέρες μας έχουν πιο πολλές επιλογές από ποτέ, μπορούν να αποφύγουν τις παλιές και επώδυνες εγχειρήσεις και να αντιμετωπίσουν με αισιοδοξία όποιο σοβαρό πρόβλημα και αν εμφανιστεί στη ζωή τους. Ζητούμενο πλέον δεν είναι μόνο η ζωή, αλλά και η ποιότητα αυτής», καταλήγει ο κ. Πλαστήρας.
Η σύγχρονη ιατρική πραγματικότητα στον τομέα της χειρουργικής του πεπτικού προσφέρει στους ασθενείς όχι μόνο μεγαλύτερα ποσοστά επιβίωσης, αλλά και καλύτερη ποιότητα ζωής. Με τις νέες τεχνικές, τις εξειδικευμένες θεραπείες και την ολιστική προσέγγιση από ομάδες ειδικών, η αντιμετώπιση ακόμη και σοβαρών παθήσεων του εντέρου γίνεται πλέον με ασφάλεια, ακρίβεια και σεβασμό στον ίδιο τον άνθρωπο.
Η σωστή ενημέρωση, η έγκαιρη διάγνωση και η επικοινωνία με εξειδικευμένους επαγγελματίες υγείας αποτελούν καθοριστικά βήματα προς μια θεραπεία που είναι όχι μόνο αποτελεσματική, αλλά και προσαρμοσμένη στις ανάγκες κάθε ασθενούς.
Γιατί σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η ιατρική φροντίδα δεν αφορά μόνο τη θεραπεία της ασθένειας, αλλά και τη διατήρηση της αξιοπρέπειας, της αυτονομίας και της ποιότητας ζωής κάθε ανθρώπου.
Επιμέλεια: Ευγένιος Γκράουρ