Η υπερβολική ενασχόληση με την πορνογραφία ενδέχεται —χωρίς να είναι πάντοτε ο κανόνας— να σχετίζεται με την εμφάνιση σεξουαλικών δυσλειτουργιών στους άνδρες, όπως είναι η δυσκολία στην επίτευξη ή/και διατήρηση της στύσης. Σύμφωνα με ειδικούς, η υπερβολική χρήση μπορεί να μεταβάλλει τη σεξουαλική ανταπόκριση του εγκεφάλου, καθιστώντας δυσκολότερη τη διέγερση μέσω της επαφής με την/τον σύντροφο. Παράλληλα, ενδέχεται να οδηγήσει σε εξασθένιση της σωματικής ευαισθησίας, σε ανάγκη για αυξημένα επίπεδα ερεθισμάτων και σε μεγαλύτερη επιθυμία για έλεγχο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης.
Η συνεχής έκθεση σε πορνογραφικό υλικό μπορεί, επίσης, να έχει αντίκτυπο στην αυτοεικόνα, μειώνοντας την αυτοπεποίθηση. Επιπλέον, μπορεί να συμβάλει στην εξοικείωση με μη συμβατικές σεξουαλικές συμπεριφορές, όπως η επιθετικότητα, με αποτέλεσμα την αύξηση του άγχους, τη μείωση της σεξουαλικής απόδοσης και τη δημιουργία αποστάσεων στη σχέση.
«Η ευκολία πρόσβασης στο διαδίκτυο έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη χρήση πορνογραφίας, από άτομα ολοένα και νεαρότερης ηλικίας. Το 50% και 70% των ενήλικων ανδρών παρακολουθούν τέτοιο περιεχόμενο σε τακτική βάση. Τα ποσοστά είναι ακόμα υψηλότερα στους εφήβους, ξεπερνώντας ακόμα και το 80%», εξηγεί ο Δρ Αναστάσιος Λιβάνιος, χειρουργός ανδρολόγος – ουρολόγος και επιστημονικός υπεύθυνος της Menclinic.
Ο Δρ Λιβάνιος σημειώνει πως: «Για τη συντριπτική πλειονότητα των ενηλίκων, η χρήση πορνογραφίας θεωρείται υγιής. Ο ρόλος της είναι σημαντικός σε όσους αντιμετωπίζουν σεξουαλικές δυσλειτουργίες και αναπηρίες. Προσφέρει εκπαίδευση και διέγερση για αυτοϊκανοποίηση. Χρησιμοποιείται συχνά και ως μέσο αύξησης της επιθυμίας για σεξ μεταξύ των ζευγαριών, ενίσχυσης του σεξουαλικού ενδιαφέροντος και της σεξουαλικής επικοινωνίας τους, με θετικά αποτελέσματα, υπό την προϋπόθεση της ανυπαρξίας ενδοιασμών και συστολών που πηγάζουν από ηθικές αρχές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις».
Ενώ η κοινή χρήση πορνογραφικού υλικού από ένα ζευγάρι μπορεί να ενισχύσει την εμπιστοσύνη και την αμοιβαία ειλικρίνεια, η συστηματική και ατομική χρήση του, ιδίως όταν είναι υπερβολική, ενδέχεται να υπονομεύσει τη σεξουαλική σύνδεση και τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Ολοένα και περισσότεροι άνδρες απευθύνονται πλέον σε ειδικούς αναζητώντας θεραπεία για προβλήματα όπως μειωμένη ικανοποίηση από τη σεξουαλική πράξη ή δυσκολίες στύσης όταν βρίσκονται με σύντροφο – καταστάσεις που αποδίδονται, σε αρκετές περιπτώσεις, στην υπερβολική κατανάλωση πορνογραφικού περιεχομένου κατά μόνας.
Σύμφωνα με έρευνα του BBC, περισσότερο από το 30% των ανδρών εμφανίζουν στοιχεία εθισμού στην πορνογραφία. Αν και όχι όλοι, ένα σημαντικό ποσοστό εξ αυτών αναφέρει στυτική δυσλειτουργία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εντοπίζονται δύο κύριοι μηχανισμοί απευαισθητοποίησης:
- 
Σταδιακή μείωση της σεξουαλικής διέγερσης από συνηθισμένα ερεθίσματα, οδηγώντας σε αναζήτηση ολοένα και πιο ακραίων σκηνών ή θεμάτων.
 - 
Προσαρμογή του πέους σε μεγαλύτερη μηχανική πίεση κατά τον αυνανισμό απ’ ό,τι κατά την επαφή, γεγονός που δυσχεραίνει τη σεξουαλική ανταπόκριση σε συνθήκες πραγματικής επαφής.
 
Ένας επιπλέον παράγοντας είναι η ανάγκη για απόλυτο έλεγχο των σεξουαλικών εμπειριών, κάτι που είναι εφικτό μόνο στην πορνογραφία και όχι σε μία πραγματική συναισθηματική ή σωματική σύνδεση, όπου υπάρχουν και οι ανάγκες του/της συντρόφου.
Η πρώιμη έκθεση στην πορνογραφία είναι ιδιαίτερα ανησυχητική στους εφήβους, οι οποίοι βρίσκονται σε μια κρίσιμη αναπτυξιακή φάση, διαμορφώνοντας τόσο τη σεξουαλική τους ταυτότητα όσο και τις αντιλήψεις τους για τις σχέσεις. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η πρώτη επαφή με πορνογραφικό υλικό παρατηρείται από την ηλικία των 13 ετών κατά μέσο όρο.
Η στύση είναι μια σύνθετη φυσιολογική διαδικασία, που προϋποθέτει την ομαλή λειτουργία νευρικών, ορμονικών και αγγειακών μηχανισμών. Στους νεαρότερους άνδρες, όταν δεν εντοπίζεται οργανική αιτία, οι στυτικές δυσκολίες συνδέονται κυρίως με ψυχολογικούς παράγοντες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορεί να επαναφέρουν τη φυσιολογική λειτουργία.
Η πλήρης αποχή από την παρακολούθηση πορνό για διάστημα περίπου τριών μηνών, ο αυνανισμός με ερεθίσματα διαφορετικής φύσης και η ενίσχυση των πραγματικών ερωτικών εμπειριών, συμβάλλουν στην επαναρύθμιση της εγκεφαλικής και σωματικής απόκρισης, ενισχύοντας τη φυσιολογική σεξουαλική διέγερση.
Στους άνδρες άνω των 50 ετών, ωστόσο, όταν εμφανίζεται στυτική δυσλειτουργία, σπανίως η πορνογραφία είναι η μόνη αιτία. Συνήθως, ενυπάρχουν οργανικοί παράγοντες, όπως αγγειακές διαταραχές (π.χ. αθηροσκλήρωση), νευρολογικές παθήσεις (συχνά λόγω διαβήτη), παθήσεις του προστάτη (όπως υπερπλασία), ή παρενέργειες από φαρμακευτική αγωγή (ιδίως αντιυπερτασικά). Επιπλέον, επιβαρυντικοί παράγοντες είναι το κάπνισμα και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Η επιλογή της θεραπείας εξαρτάται πάντα από την υποκείμενη αιτία. Όταν το πρόβλημα έχει ψυχολογική βάση, συνιστώνται η ψυχοθεραπεία, η ειλικρινής επικοινωνία με τον/τη σύντροφο και τεχνικές χαλάρωσης. Αντίθετα, σε οργανικά αίτια, το πρώτο βήμα είναι η αντιμετώπιση της σχετικής πάθησης.
Για τη διαχείριση του συμπτώματος υπάρχουν φαρμακευτικές θεραπείες (όπως sildenafil και tadalafil), αλλά και μη φαρμακευτικές επιλογές, όπως αντλίες πέους, ενδοπεϊκές ενέσεις, εμφυτεύματα ή εφαρμογή κρουστικών κυμάτων – τα οποία έχουν το πρόσθετο πλεονέκτημα της ενίσχυσης της αιμάτωσης μέσω της νεοαγγειογένεσης. Χειρουργική αντιμετώπιση απαιτείται σε περίπτωση σοβαρών ανατομικών ή προστατικών παθήσεων.
«Παρότι η χρήση πορνογραφικού υλικού μπορεί να συμβάλλει στην εμφάνιση στυτικής δυσλειτουργίας, ενίοτε έχει και τα αντίθετα αποτελέσματα – μπορεί να βοηθήσει τους ενήλικες άνδρες που δυσκολεύονται να πετύχουν ή να διατηρήσουν τη στύση τους. Με άλλα λόγια, δεν είναι η χρήση αυτή που προκαλεί τη δυσλειτουργία αλλά η υπερβολική, πολύωρη καθημερινή ενασχόληση με αυτή», καταλήγει ο Δρ Λιβάνιος.
Η σεξουαλική υγεία των ανδρών επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες — βιολογικούς, ψυχολογικούς και συμπεριφορικούς. Αν και η μέτρια χρήση πορνογραφίας μπορεί να είναι φυσιολογική και υποστηρικτική για τη σεξουαλική ζωή, η υπερβολή ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις. Η έγκαιρη αναγνώριση των συμπτωμάτων και η αναζήτηση βοήθειας από εξειδικευμένο ιατρό, όπως Ανδρολόγο-Ουρολόγο, είναι το πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της λειτουργίας και της ποιότητας ζωής.
Επιμέλεια: Ευγένιος Γκράουρ

